- φυσομανάω
- φυσομανάω (σπάν. φυσομανώ, παρατατ. -ούσα) βλ. πίν. 58
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φυσομανώ — και φυσομανάω Ν 1. (για άνεμο) πνέω με μεγάλη ένταση και διάρκεια 2. μτφ. (για πρόσ.) είμαι πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ + μανώ*] … Dictionary of Greek